- φωλεόν
- φωλεόςdenmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωλεόν — τὸ, Α (ιων. λ.) 1. (κατά τον Ησύχ.) «οὗ χορεύουσι καὶ διδάσκουσι, διδασκαλεῖον» 2. στον πληθ. τὰ φωλεά βλ. φωλεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek